τρεισκαιδεκήρης

τρεισκαιδεκήρης
τρεισκαιδεκ-ήρης, ες, perh.
A a galley rowed by thirteen men to each pair of oars passing through the same porthole, Callix.1, Plu.Demetr.31; v. τριήρης.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρεισκαιδεκήρης — και τρισκαιδεκήρης, ήρες, Α (για πλοίο) αυτό που οδηγείται από δεκατρείς κωπηλάτες από τους οποίους ο καθένας χειρίζεται ζεύγος κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + ήρης (ΙΙ)* (πρβλ. πεντ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • τρισκαιδεκήρης — ες, Α βλ. τρεισκαιδεκήρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”